ἁγνοπόλος

ἁγνοπόλος
ἁγνο-πόλος, ον, (
A q[uglide]el-, cf. τελέω) making pure,

Δημήτηρ Orph.H.18.12

, A. 38.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγνοπόλος — ἁγνοπόλος, ον (Α) αυτός που εξαγνίζει, εξαγνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός + πόλος < πολέω] …   Dictionary of Greek

  • ἁγνοπόλον — ἁγνοπόλος qu̲el masc/fem acc sg ἁγνοπόλος qu̲el neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁγνοπόλου — ἁγνοπόλος qu̲el masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνοπολούμαι — ἁγνοπολοῡμαι ( έομαι) (Μ) εξαγνίζομαι, καθαίρομαι με θυσία ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνοπόλος < ἁγνός + πολῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”